- πτυαλίνη
- η, Ν(βιοχ.) ένζυμο τού σάλιου που συμβάλλει στην πέψη τού αμύλου κατά τη μάσηση και κατά την πέψη στο στομάχι, αλλ. σιαλική αμυλάση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptyalin (< πτύαλον + κατάλ. -ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].
Dictionary of Greek. 2013.