πτυαλίνη

πτυαλίνη
η, Ν
(βιοχ.) ένζυμο τού σάλιου που συμβάλλει στην πέψη τού αμύλου κατά τη μάσηση και κατά την πέψη στο στομάχι, αλλ. σιαλική αμυλάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptyalin (< πτύαλον + κατάλ. -ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… …   Dictionary of Greek

  • σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… …   Dictionary of Greek

  • σιαλογόνοι αδένες — Όργανα προσκείμενα στη στοματική κοιλότητα, που εκκρίνουν ένα ειδικό υγρό, το σάλιο, βασικές λειτουργίες του οποίου είναι η ύγρανση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας και η πρώτη φάση της πέψης των τροφών, και ειδικότερα των υδατανθράκων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”